|
|||||
|
|||||
:: :: |
|||||
|
|||||
Άρειος Πάγος Κατά την παλαιάν παράδοση ο λόφος ονομάσθηκε υπό του Άρεως ο οποίος επί Κέκροπος εδικάσθη επ`αυτού δια τον φόνο του Αλιρροθίου, υιού του Ποσειδώνος, διότι εβίασε θυγατέρα τινά του Άρεως η οποία μετέφερε ύδωρ από της παρά τον ποταμόν Ιλισσόν πηγής. Κατ’ άλλην παράδοσιν, ο λόφος καταληφθείς υπό των Αμαζόνων όταν πολεμούσαν κατά των Αθηναίων και του Θησέως αφιερώθη υπό αυτών εις τον Άρη και ούτως ονομάσθη ο πάγος δηλαδή ο βράχος. Κατ’ άλλους ερευνητάς η ονομασία προέρχεται εκ των Αρών ή Σεμνών Δικών όπως ονομάζοντο κατ’ αρχάς οι Ερινύες ή Ευμενίδες, των οποίων ο βωμός υπήρχε εις την πλησίον χαράδραν και οι οποίες είχον υπό την άμεσον εξουσία των τους δικαστάς φονικών δικών των εκδικαζομένων επί του βράχου, δηλαδή τους Αρεοπαγίτας. Ο Άρειος Πάγος έλαβεν ιστορικήν σημασία ως έδρα δικαστική και πολιτική εις την ζωή των αρχαίων Αθηναίων. Εθεωρείτο ιερός και απαραβίαστος. Επ’ αυτού συνεδρίαζε το ανώτατο συμβούλιο της πόλεως, η εξ Αρείου Πάγου βουλή που συνεστήθη ευθύς μετά την κατάλυσιν της ηρωικής βασιλείας και αντιπροσώπευε την παλαιάν ολιγαρχία, έχουσα ολόκληρη την εξουσία της πόλεως ως αποτελουμένη εκ των ευγενεστάτων και πλουσιοτάτων πολιτών. Αυτοί εξελέγοντο εκ των αρχόντων οι οποίοι μετά το πέρας της αρχής τους εισήρχοντο ως ισόβια μέλη εις την Βουλή του Αρείου Πάγου, παντοδύναμοι διότι από αυτήν απέρρεαν όλες οι εξουσίες και επεβάλοντο όλες οι ποινές, σωματικές και χρηματικές. Δια τούτο ο Δράκων κατέρριψε την παντοδυναμία του ολιγαρχικού τούτου σώματος, αφαιρώντας ολόκληρον την διοικητική και μέρος της δικαστικής εξουσίας και σύστησε τους Εφέτας και την δια κλήρου Βουλή των Τετρακοσίων. Έκτοτε ο Άρειος Πάγος κατέστην φύλακας και υπερασπιστής των Νόμων και ασκούσε έλεγχο επί των διαφόρων αρχών ώστε να διοικούν και να ενεργούν κατά τους ισχύοντας νόμους. Εις αυτών γίνονταν οι εφέσεις των αδικουμένων πολιτών. Οι Αρεοπαγίτες εκλέγονται υπό των πολιτών, ώστε επί Δράκοντος δια της ελευθέρας εκλογής η εξ Αρείου Πάγου Βουλή απώλεσε τον ολιγαρχικό χαρακτήρα της. Επί Σόλωνος η εξουσία του Αρείου Πάγου διευρύνθηκε και ενισχύθηκε, αυτό δε εκρίθη απαραίτητο για την καλυτέρα λειτουργία του πολιτεύματος. Έτσι ανέλαβε ευρύτερη, πλην της εποπτείας των νόμων, δικαστική εξουσία επιβάλλοντας ποινές χωρίς να αναφέρει την αιτία της επιβολής τους και δικάζουσα «τας φονίους δίκας», δηλαδή φόνο, απόπειρα εμπρησμού και καταλύσεως του πολιτεύματος (δήμου καταλύσεως). Και αυτή την δικαστική εξουσία στην οποία υπαγόταν και ο έλεγχος του «πόθεν έκαστος των πολιτών πορίζεται τα προς το ζην» ως και την τιμωρία των αέργων, διατήρησε ο Άρειος Πάγος και επί Πεισιστράτου και επί Πεισιστρατιδών, διότι εθεωρείτο ως δικαστικό σώμα Ιερό και απαραβίαστο. Επί των Περσικών πολέμων ο Άρειος Πάγος εξαρθείς εις το ύψος των περιστάσεων εν τη γενική απογνώσει η οποία κατείχε τους στρατηγούς για την έλλειψιν χρημάτων και κατορθώσας να εξοικονομίσει σεβαστά ποσά για τη στρατολογία και άμυνα της πόλεως περιεδύθη κύρος απεριόριστον και ανέλαβε πολλές εξουσίες έχοντας ουσιαστικά στα χέρια του όλη την διοικητική και δικαστική εξουσία. Το -462 μετά το τέλος των Αγώνων κατά πρόταση του ρήτορος Εφιάλτου, οι άνευ νόμων αναληφθείσες εξουσίες αφηρέθησαν από τον Άρειο Πάγο και περιήλθον εις την Ηλιαία, εις την Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου. Επί Περικλέους δε περιορίστηκαν και τα δικαστικά δικαιώματα του Αρείου Πάγου μόνο στις δίκες περί τραύματος και φόνου εκ προμελέτης, θανατηφόρου φαρμακείας και εμπρησμού. Εκ των διοικητικών κράτησε μόνο την εποπτεία των Ιερών και την πρόνοια περί της ακριβούς τελέσεως της λατρείας. Εξακολούθησε ο παλιός τρόπος συγκροτήσεως του Αρείου Πάγου αμετάβλητος, ήτοι τα μέλη του προήρχοντο εκ των χρηματισάντων εννέα αρχόντων οι οποίοι αφού έδιναν τις ευθύνες και υφίσταντο τυπική δοκιμασία κατετάσσοντο ως ισόβια μέλη. Διατήρησεν επίσης εις τα δικαστικά έργα η Βουλή του Αρείου Πάγου όλη την παλαιάν εθιμοτυπίαν και επιδεικτικότητα η οποία και μέχρι τους χρόνους του Δημοσθένους έμεινεν αμετάβλητος. Η διαδικασία η ενώπιον του Αρείου Πάγου διεξήγετο ως εξής: Ο μηνυτής απεδείκνυεν εις τον βασιλέα (άρχοντα) ότι πράγματι εδικαιούτο να παρουσιασθεί ως ενάγων. Προ της δίκης ενεργείτο προανάκριση (προδικασία) και κατά τον τέταρτο μήνα εισήγετο η δίκη προς εκδίκαση ενώπιον της ολομελείας του Αρείου Πάγου, εν υπαίθρω, ιδίως προκειμένου περί φονικών υποθέσεων ίνα μη ο εναγής φονεύς βρίσκεται υπό την ίδια στέγη μετά των δικαστών. Εις τις άλλες δίκες οι Αρεοπαγίτες συνεδρίαζαν εις την «Βασίλειον Στοά». Υπήρχαν δύο ακατέργαστοι λίθοι οι λεγόμενοι «αργοί λίθοι» όπου εκάθοντο οι διάδικοι. Ο κατηγορούμενος επί του καλουμένου λίθου ύβρεως=εγκλήματος, ο δε κατήγορος επί του καλουμένου λίθου αναιδείας=αδιαλλαξίας. Οι διάδικοι δια όρκου εξέθεταν τα της υποθέσεως και έφερον επιχειρήματα και αποδείξεις, ο μεν κατήγορος βεβαιών το αδίκημα ο δε κατηγορούμενος αρνούμενος. Μετά ταύτα εξητάζοντο οι μάρτυρες, ορκιζόμενοι κατά πανηγυρικό τρόπο. Εκ της καταθέσεως των σχημάτιζαν γνώμη οι δικαστές, ενώ έκαστος διάδικος είχε δικαίωμα να δευτερολογήσει αμυνόμενος ή ανασκευάζων ψευδείς καταθέσεις ή διαφωτίζων σκοτεινά σημεία. Αν ο κατηγορούμενος έβλεπε ότι δεν θα δυνηθεί να αποφύγει την καταδίκη ηδύνατο πριν δευτερολογήσει να δηλώσει ότι θα φύγει εκτός Αττικής ως ένοχος του δικαζομένου εγκλήματος και τότε η δίκη εθεωρείτο περατωθείσα και δικασθείσα. Οι Αρεοπαγίται εδίκαζον κατά συνείδησιν λαμβάνοντες υπ’ όψιν το ποιόν του κατηγορουμένου και τον βίον ως ιδιώτη και ως πολίτη δια τούτο και οι καταδικαζόμενοι υπό του Αρείου Πάγου ανεγνώριζαν την δικαιοκρισίαν των. Οι δε αθωούμενοι πανηγυρικώς απεσύροντο και έθυον εις τας Σεμνάς Θεάς. Υπήρχε και η καλουμένη ψήφος της Αθηνάς επί ισοψηφίας όπου κατά κανόνα αθωονόταν ο κατηγορούμενος. Τα δε διοικητικά έργα του Αρείου Πάγου ήσαν η εποπτεία των Ιερών η επιμέλεια των μοριών (των Ελαιών της Αθηνάς), η εποπτεία των αφορώντων γενικώς εις την λατρείαν, επίσης η επέμβασις εις σπουδαιοτάτης φύσεως υποθέσεις των οποίων τα εξαγόμενα των ανακρίσεων εστέλλοντο εις την Εκκλησία του Δήμου ίνα λάβει αποφάσεις ως αρμόδιο σώμα. Η εξουσία του Αρείου Πάγου ενισχύθη σε τέτοιο βαθμό από τους Ρωμαίους μέχρι του σημείου να αχρηστεύεται η Εκκλησία του Δήμου δεδομένου ότι ελάμβανε αποφάσεις περί πάντων άνευ ουδεμίας εγκρίσεως. Πλην δε της διοικητικής ενισχύθη και επεξετάθη και η δικαστική που καταδίκαζε όχι μόνο τας φονίους βαρείας δίκας αλλά και τας στρεφομένας κατά του συνόλου και της ασφαλείας της πόλεως, ως επί παραδείγματι η κιβδηλεία, η νοθεία, η κακή χρήσις μέτρων και σταθμών, τα καινά δαιμόνια. Δι’ αυτό και ο Σαούλ προσήχθη ενώπιον του Σώματος, δια να αναπτύξει την «διδασκαλία» του ως στρεφομένης εναντίον της πόλεως ολοκλήρου! Μεγιστίας
|
|||||
|